Ανήφορος: Κυκλοφόρησε το μοναδικό ανέκδοτο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη
Στις 26 Οκτωβρίου του 1957, στις 22:20, ο Νίκος Καζαντζάκης φεύγει από τη ζωή. Την ίδια μέρα μετά από 65 χρόνια κυκλοφορεί το μοναδικό ανέκδοτο μυθιστόρημά του, ο Ανήφορος, από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ.
Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι᾿ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος. Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι᾿ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία – Απόσπασμα από την Ασκητική.
Το τέλος της ιστορίας
Μετά από ένα ταξίδι στην Κίνα, ο Καζαντζάκης επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του και πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 1957, σε ηλικία 74 ετών στο Φράιμπουργκ. Η σορός του μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας στις 3 Νοεμβρίου. Η Ελένη Καζαντζάκη ζητάει από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα, αλλά ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Θεόκλητος αρνείται.
Άλλωστε δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από όταν η εκκλησία της Ελλάδας είχε ζητήσει τον «διωγμό» του Καζαντζάκη για μερικές σελίδες του Καπετάν Μιχάλη, και για την όλη σύλληψη του «Τελευταίου πειρασμού».
Η Ελένη και ο Πρεβελάκης τον παραλαμβάνουν από την Ελευσίνα και η σορός του Καζαντζάκη παραμένει στο νεκρικό θάλαμο του Α΄ νεκροταφείου Αθηνών, απόντος ιερέα. Άκαρπες απέβησαν οι προσπάθειες που κατέβαλαν ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο κυβερνητικός επίτροπος Θ. Σπεράντζας, φίλοι και οι δύο του Καζαντζάκη, να μείνει η σορός του σε ναό της Αθήνας μέχρι την αναχώρησή της για την Κρήτη.
Την επομένη τον συνοδεύουν στο Ηράκλειο και ο νεκρός εκτίθεται σε δημόσιο προσκύνημα στον μητροπολιτικό ναό. Στις 5 Νοεμβρίου, στις 11 το πρωί, αρχίζει η νεκρώσιμος ακολουθία, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου και 17 ακόμη ιερέων.
Ακολούθως γίνεται η ταφή στην οποία όμως οι ιερείς δεν συμμετέχουν, κατόπιν απαγόρευσης του Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Η ταφή έγινε στην ντάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα Βενετσάνικα τείχη. Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη χαράχθηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή: Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος.
Την ημέρα της κηδείας ο μετέπειτα Μητροπολίτης Αυγουστίνος Καντιώτης, γράφει:
«Σήμερα ήταν μια σκοτεινή μέρα του Ελληνικού Έθνους. Ο γλυκύτατος Χριστός ξανασταυρώθηκε από τους αισχρούς αντιπροσώπους της λογοτεχνίας. Η πέννα του βρωμερού αντίχριστου ξέσχισε το στήθος του Κυρίου. Φρίκη, φρίκη, ούτε ο υπόνομος των Αθηνών δεν θα ανέδιδε τέτοια δυσωδία. Έφτασε η Δευτέρα παρουσία! Θλίψη, θλίψη και το θλιβερότερο ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος, παρόλο που ειδοποιήθηκε αυστηρά από την Ιεραρχία, άφησε τον βλάστημο να μπει μέσα σε Χριστιανική εκκλησία!».
Σε συνέντευξη στη δημοσιογράφο Ελένη Κατσουλάκη, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος, αναφέρει:
-Εγώ τον αγαπούσα πολύ τον Καζαντζάκη. Τον θαύμαζα στα κρυφά. Ξέρετε, η εκκλησία είναι στενοκέφαλη. Δεν μπορούσα να εκφράσω τα πραγματικά μου αισθήματα. Θα με πετούσαν έξω. Έχω διαβάσει όλα του τα βιβλία του. Ο Καζαντζάκης κατά μένα είναι ο πρωτοψάλτης της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η εκκλησία τον παρεξήγησε. Ο Καζαντζάκης ήταν φιλόσοφος και αλληγορικός συγγραφέας.
-Μα η εκκλησία τον αφόρισε!
-Δεν είναι αλήθεια. Ο Καζαντζάκης ποτέ δεν αφορίστηκε. Η Ιερά Συνοδός τον καταράστηκε και τον αφόρισε και ζήτησε από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα να επικυρώσει την αφόρισή του. Ο Πατριάρχης πέταξε την αίτηση σε ένα συρτάρι και ακόμα εκεί είναι. Ποτέ δεν την υπέγραψε. Όχι μόνο αυτό, αλλά τα βιβλία του Καζαντζάκη στολίζουν και τώρα ακόμα την βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου! Εγώ, δεσποινίς Κατσουλάκη πήγα και στην κηδεία του! Παρ’ όλες τις απειλές, διαταγές, εκκλήσεις και κατάρες που πήρα γραπτώς και προφορικώς, έδωσα άδεια να μπει η σωρός του στον Άγιο Μηνά και έκανα μάλιστα και τη νεκρική δέηση!
-Δεν φοβηθήκατε;
-Ήταν δύσκολη η θέση μου. Είχα μεγάλη πίεση και από την Ιεραρχία και από τις τοπικές αρχές. Αν δεν άφηνα την σωρό του Καζαντζάκη στον Άγιο Μηνά, θα γινόταν η επανάσταση του 1821 και θα αιματοκυλιόμαστε εδώ κάτω! Οι Κρητικοί το είχαν πάρει πολύ πατριωτικά το θέμα. Ήταν ανήμερα θηρία! Στην κηδεία κόντεψε να γίνει μεγάλο μακελειό. Κάμποσοι κληρικοί χωρίς ράσα ακολούθησαν τη νεκρική πομπή βρίζοντας τον νεκρό, αρπάχτηκαν στα χέρια με ντόπιους Κρητικούς. Δύσκολες ώρες και για μένα ένα ανώτατο κληρικό!
-Εσείς τον θάψατε;
-Όχι, αλίμονο μου! Θα με αφόριζε η Ιερά Σύνοδος! Είχαμε διαταγή να μην γίνει η ταφή του από κανένα Ορθόδοξο παπά. Εγώ δεν ήμουνα κοντά στη σωρό του Καζαντζάκη.
-Οι εφημερίδες έγραψαν ότι θάφτηκε από ιερέα ο Καζαντζάκης.
-Ο κόσμος είχε άγνοια. Όταν έφτασε η σωρός του στο Μαρτινέγκο, κάποιος έβγαλε επικήδειο λόγο. Μα κανείς κληρικός δεν ήταν γύρω για να θάψει τον νεκρό. Σκεφτείτε τώρα μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου και τις φωτογραφικές μηχανές του διεθνούς τύπου! Πουθενά παπάς. Οι Βρακοφόροι Κρητικοί άρχισαν να φουρτουνιάζουν, άναψαν τα αίματα και ήθελαν να βουτήξουν το φέρετρο και να το θάψουν με τα ίδια τους τα χέρια. Κείνη την τραγική στιγμή ως εκ θαύματος παρουσιάστηκε ένα νέος παπάς με ράσα και με θυμιατό! Ούτε ήξερα ποιος ήταν και πώς βρέθηκε εκεί, από πού ξεφύτρωσε! Κανείς δεν ήξερε!…».
Και η ιστορία του ιερέα που βρέθηκε εκείνη τη μέρα στον τάφο του Καζαντζάκη, του παπά – Σταύρου Καρπαθιωτάκη:
-Τον Νοέμβριο του 1957 ήμουνα στρατιώτης και παπάς και υπηρετούσα τη θητεία μου στο Ηράκλειο. Μια μέρα πριν την κηδεία του Καζαντζάκη, ο διοικητής κάλεσε όλους τους στρατιωτικούς και έδωσε διαταγή να μην βγει κανείς έξω από το στρατόπεδο στις 5 Νοέμβριου. Οι αρχές και ο στρατός φοβόνταν μεγάλες φασαρίες, γιατί είχε έρθει εκκλησιαστική διαταγή να μην ταφεί ο Καζαντζάκης. Όταν θα το έπαιρναν χαμπάρι οι Κρητικοί θα έκαναν μεγάλες φασαρίες. Εγώ σαν παπάς ένιωσα πολύ άσχημα. Η συνείδηση μου με πείραζε πολύ. Ήμουν παπάς. Δεν άντεχα να πάρω στον λαιμό μου τέτοιο άδικο. Δεν μπορούσα να αρνηθώ τα ιερά μυστήρια σε ένα βαφτισμένο Χριστιανό που δεν έκανε ποτέ κάτι ανήθικο ή εγκληματικό. Όσο αφορά τα βιβλία του δεν είμαι εγώ άξιος να τον κρίνω.
-Πώς τα καταφέρετε;
-Το έσκασα κρυφά από τον στρατό τη μέρα της κηδείας. Πήρα αθόρυβα τα ράσα μου και έτρεξα στον Μαρτινέγκο και τον έθαψα.
-Ο κόσμος που περίμενε στον Μαρτινέγκο ήξερε τι έγινε;
-Όχι. Όλοι νόμισαν ότι με έστειλε η εκκλησία να τον κηδέψω. Είχαν δει και τον Μητροπολίτη Ευγένιο στον Άγιο Μηνά. Δεν ήξερε κανείς τι γινόταν στα παρασκήνια!
-Τιμωρηθήκατε;
-Ναι. Πέρασα από στρατιωτικό δικαστήριο και μπήκα φυλακή για έξι μήνες!»
Οι σπουδαστές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ηρακλείου, προπορεύονται της νεκρικής πομπής κρατώντας τα βιβλία του Καζαντζάκη ως παράσημα.
Η πομπή της κηδείας περνάει από τους κατάμεστους δρόμους του Ηρακλείου. Μπροστά διακρίνονται ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου· ποιον ν’ αποχαιρετήσω; τι ν’ αποχαιρετήσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό; Μάταια, μάταια· κατεβαίνουν όλα ετούτα μαζί μου στο χώμα.
Σφίγγω ήσυχα, πονετικά, ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου· το κρατούσα το χώμα ετούτο πάντα μαζί μου, σε όλες μου τις περιπλάνησες, και στις μεγάλες μου αγωνίες το ’σφιγγα μέσα στη φούχτα μου κι έπαιρνα δύναμη, δύναμη μεγάλη, σαν να ’σφιγγα το χέρι φίλου αγαπημένου. Αυτό ήμουν αιώνια, αυτό θα ’μαι αιώνια, πέρασε αστραπή η στιγμή που στροβιλίστηκες, άγριο χώμα της Κρήτης, κι έγινες αγωνιζόμενος άνθρωπος.
Έχετε γεια! – Απόσπασμα από το Αναφορά στον Γκρέκο
Σήμερα, 65 χρόνια μετά τον θάνατο του μεγαλύτερου Έλληνα συγγραφέα, κυκλοφορεί Ο Ανήφορος, το μοναδικό ανέκδοτο μυθιστόρημά του.
«Μια λέξη πάντα, σε όλη μου τη ζωή, με τυραννούσε και με μαστίγωνε: η λέξη Ανήφορος: τον ανήφορο αυτό θα ’θελα εδώ, με αλήθεια μαζί και φαντασία, να παραστήσω και τις κόκκινες πατημασιές που άφηκε το ανηφόρισμα», έγραφε ο Νίκος Καζαντζάκης στο αυτοβιογραφικό Αναφορά στον Γκρέκο.
Από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ