Οι αλλεργίες, η διάγνωση και η αντιμετώπιση τους
Στις κοινωνίες με δυτικού τύπου συνθήκες διαβίωσης, παρατηρείται συνεχώς αύξηση της συχνότητας των αλλεργικών νοσημάτων, ιδίως σε παιδιά και νέους ενήλικες.
Τα αλλεργικά νοσήματα μπορεί να έχουν εκδηλώσεις από το δέρμα: ατοπική δερματίτιδα (έκζεμα) και η κνίδωση με ή χωρίς αγγειοοίδημα, από το αναπνευστικό σύστημα: το αλλεργικό άσθμα, η αλλεργική ρινίτιδα, τους οφθαλμούς: αλλεργική επιπεφυκίτιδα ή από πολλά συστήματα: η τροφική αλλεργία, η αλλεργία σε φάρμακο, η αλλεργία στα υμενόπτερα και η πλέον επικίνδυνη και δυνητικά θανατηφόρος, η αναφυλαξία.
Η εμφάνιση και η ανάπτυξη αλλεργίας στα παιδιά και τους ενήλικες φαίνεται να έχει την ρίζα της στη βρεφική ή και εμβρυική περίοδο της ζωής. Η αλληλεπίδραση μεταξύ πολλαπλών γονιδίων που κληρονομεί κανείς από τους γονείς του και περιβαλλοντικών παραγόντων- αλλεργιογόνων, οδηγεί στην εμφάνιση των αλλεργιών.
Υπάρχει ένα ποσοστό κινδύνου 10-20% να καταστεί κάποιος αλλεργικός εάν κανένας από τους δύο γονείς του δεν έχει αλλεργίες, ο κίνδυνος αυτός αυξάνεται στο 50% εάν ο ένας γονέας είναι αλλεργικός και στο 75% αν είναι και οι δύο γονείς.
Αντίθετα, έχει διαπιστωθεί ότι οι ενωρίς στη ζωή λοιμώξεις από μικρόβια και ιούς , αποτρέπουν την εμφάνιση αλλεργιών. Γι αυτό όσο μεγαλύτερος ο αριθμός των παιδιών σε μια οικογένεια τόσο λιγότερο πιθανό είναι το άτομο να καταστεί αλλεργικό. Το πρωτότοκο παιδί φαίνεται να έχει τη μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξει αλλεργία, ενώ κάθε επόμενο παιδί έχει όλο και μικρότερο κίνδυνο διότι εκτίθεται πολύ νωρίς στη ζωή του σε μεγάλο αριθμό λοιμώξεων. Το ίδιο ισχύει αν ένα βρέφος/νήπιο πάει ενωρίς σε παιδικό σταθμό.
Η πρώτη μορφή αλλεργίας που μπορεί να εμφανιστεί στη ζωή ενός νεογνού ή βρέφους είναι η αλλεργία στο γάλα αγελάδος που μπορεί να εκδηλωθεί με εκδηλώσεις από το δέρμα ή το γαστρεντερικό σύστημα. Η διάγνωση γίνεται αποκλειστικά από τον/την παιδίατρο καθώς έχει ποικίλες εκδηλώσεις και βαρύτητα. Θεραπεία είναι η πλήρης αποχή της μητέρας από τα γαλακτοκομικά αν το μωρό θηλάζει αποκλειστικά ή η σίτιση με ειδικά τροποποιημένο γάλα αν δεν θηλάζει.
Μετά την ηλικία των 4 μηνών ζωής μπορεί ένα βρέφος να εμφανίσει έκζεμα/ ατοπική δερματίτιδα ως απάντηση σε τροφικό συνήθως αλλεργιογόνο.
Μέσω των βλαβών που προκαλούνται στο δέρμα του βρέφους μπορεί να ευαισθητοποιηθεί στη συνέχεια σε κάποιο αλλεργιογόνο του περιβάλλοντος πχ άκαρι , τρίχωμα σκύλου ή γάτας και να εμφανίσει συχνά επεισόδια με «βράσιμο» ή «σφύριγμα» στο στήθος. Αν τα συμπτώματα αυτά επιμένουν μπορεί να είναι εκδήλωση αλλεργικού άσθματος.
Μετά την ηλικία των 3 ετών το άσθμα μπορεί να εκδηλωθεί με βήχα, δυσκολία στην αναπνοή, πόνο στο στήθος που επιδεινώνονται κατά την άσκηση. Το άσθμα μπορεί να συνοδεύεται και με αλλεργική ρινίτιδα της οποίας εκδηλώσεις είναι η ρινική καταρροή, η ρινική συμφόρηση (μπούκωμα), τα φταρνίσματα και ο κνησμός (φαγούρα) στη μύτη.
Η αλλεργική ρινίτιδα μπορεί να συνοδεύεται με αλλεργική επιπεφυκίτιδα δηλαδή κνησμό και έντονη ερυθρότητα στα μάτια χωρίς έκκριμα ( τσίμπλες).
Η αλλεργία σε τρόφιμο, σε φάρμακο και στα υμενόπτερα μπορεί να εμφανιστεί με συμπτώματα άμεσου τύπου δηλαδή λίγο μετά τη βρώση της τροφής ή τη λήψη του φαρμάκου ή το τσίμπημα. Αν τα συμπτώματα είναι μόνο από το δέρμα: εξάνθημα (κοκκινίλες), οίδημα (πρήξιμο) και κνησμός (φαγούρα) η αλλεργία θεωρείται ήπια ή μέτριας βαρύτητας και αντιμετωπίζεται με απλά αντιισταμινικά φάρμακα. Αν όμως συνυπάρχουν συμπτώματα και από άλλα όργανα πχ βήχας, βράχνιασμα, κοιλιακό άλγος, ναυτία, ζάλη τότε χαρακτηρίζεται ως αναφυλαξία και είναι πολύ πιο σοβαρή και επικίνδυνη για τη ζωή και χρειάζεται άμεσα χορήγηση αδρεναλίνης.
Όμως η τροφική αλλεργία μπορεί να είναι και έμμεσου τύπου, δηλαδή να έχει εκδηλώσεις κυρίως από το γαστρεντερικό σύστημα ώρες ή μέρες μετά τη κατανάλωση του υπεύθυνου τροφίμου και είναι δυσκολότερη η συσχέτιση καθώς μεσολαβεί αρκετός χρόνος από την βρώση της τροφής ως την εκδήλωση των συμπτωμάτων.
Τέλος, η κνίδωση είναι συχνή, περίπου το 15% του γενικού πληθυσμού θα εμφανίσει κάποια στιγμή στη ζωή του και σε ποσοστό 40%, συνοδεύεται από αγγειοίδημα. Συνήθως υπάρχει έντονος κνησμός και οι πομφοί εξαφανίζονται χαρακτηριστικά σε μερικές ώρες για να δημιουργηθούν άλλοι σε διαφορετικά σημεία. Στο 50% των κνιδώσεων δεν μπορεί να βρεθεί η αιτία ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις το αίτιο είναι ένας φυσικός παράγοντας όπως το ψύχος, το νερό, το ηλιακό φως , κάποιο φάρμακο συνήθως αντιβιοτικό ή μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες, κάποιο τρόφιμο ή τέλος η λοίμωξη από ιούς, παράσιτα ή μικρόβια.
Διάγνωση αλλεργικών παθήσεων
Η διάγνωση των αλλεργικών παθήσεων γίνεται αποκλειστικά από τον θεράποντα ιατρό που βασίζεται κυρίως στο λεπτομερές ιστορικό και την κλινική εικόνα. Η επιβεβαίωση της διάγνωσης γίνεται με την διεξαγωγή ειδικών αλλεργιολογικών τεστ μέσω λήψης αίματος ή με δερματικές δοκιμασίες νυγμού.
Τα τεστ αλλεργίας συμβάλουν στον ακριβή προσδιορισμό των υπεύθυνων αλλεργιογόνων, και το σχεδιασμό αποτελεσματικής αντιμετώπισης. Είναι καλό να γνωρίζουμε ότι ορισμένες φορές τα τεστ μπορεί να είναι ψευδώς θετικά ή αρνητικά. Σε κάποιες περιπτώσεις που υπάρχει αμφιβολία, μπορεί να χρειαστεί να γίνει δοκιμασία πρόκλησης με το υπέυθυνο αλλεργιογόνο σε νοσοκομειακό περιβάλλον και υπό ιατρική παρακολούθηση.
H διάγνωση του άσθματος και της αλλεργικής ρινίτιδας βασίζεται κυρίως στην κλινική εικόνα. Σημαντικές πληροφορίες στην διάγνωση και την παρακολούθηση του άσθματος δίνει η σπιρομέτρηση. Στην κνίδωση η διάγνωση είναι κυρίως κλινική και συνήθως δε χρειάζεται να γίνουν τεστ αλλεργίας.
Φαρμακευτική αντιμετώπιση
Ανάλογα με την αλλεργική πάθηση και τη βαρύτητά της χορηγείται και η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, η οποία μπορεί να είναι μακροχρόνια. Οι ασθενείς και ιδιαίτερα αυτοί με συχνά και σοβαρά συμπτώματα, πρέπει να έχουν πάντοτε μαζί τους τα φάρμακα τους και να τα χρησιμοποιούν με βάση τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού. Σε οξείες και σοβαρές αντιδράσεις (π.χ. αναφυλαξία, ασθματική κρίση) μπορεί να χρειαστεί εισαγωγή και παρακολούθηση σε ιατρικό κέντρο.
Η ανοσοθεραπεία είναι μονόδρομος για την αντιμετώπιση της σοβαρής αλλεργίας στα υμενόπτερα. Επιπλέον μπορεί να εφαρμοσθεί με επιτυχία σε κάποια παιδιά με αλλεργική ρινίτιδα ή άσθμα και ευαισθητοποίηση σε ορισμένα αεροαλλεργιογόνα. Στόχος της θεραπείας αυτής, είναι η προοδευτικά αυξανόμενη χορήγηση του αλλεργιογόνου στο παιδί, είτε με μορφή ενέσεων (εμβολίων) είτε από του στόματος (υπογλώσσια ανοσοθεραπεία) έτσι ώστε ο οργανισμός να αποκτήσει ανοχή και να μην υπεραντιδρά στο συγκεκριμένο αλλεργιογόνο. Συνήθως χορηγείται για 3 με 5 χρόνια και μπορεί να συμβάλει στην πλήρη υποχώρηση της αλλεργίας.
Στέλλα Αλεξανδράκη, Παιδίατρος
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών