Το Πάσχα της Πελαγίας

Το Πάσχα της Πελαγίας
Η Πελαγία είναι μια μπουκιά άνθρωπος με μια σπιρτάδα πραγματικά εντυπωσιακή. Σαν χαμογελά ευφραίνεται η καρδιά σου. Αυτό, όμως, που κερδίζει όποιον την γνωρίζει είναι η πηγαία ευγένεια και η καλοσύνη της καρδιάς της.


Γράφει η Μαρία Ψωμαδάκη


Καθώς Κατηφόριζε το στενό της γειτονιάς της φουριόζα, έφτασε στα ρουθούνια της η μυρωδιά του ασβέστη. Μπα σκέφτηκε, νωρίς ασπρίζει φέτος η Κυρά Φώτο το καλυβάκι της. Χρόνια χήρα τα έφερνε βόλτα μοναχιά της. Άκληρη βλέπεις η έρμη. Δεν αξιώθηκε να κρατήσει στην αγκαλιά της ένα μωρό! Παρ’ όλα αυτά παράπονο δεν είχε μιας και ήταν η μάνα όλων των παιδιών του χωριού! Που τα έχανες που τα έβρισκες, ανελλιπώς στο φτωχικό της σπιτάκι.
Η Πελαγίτσα την ακριβοχαιρέτησε και ως συνήθιζε την ρώτησε αν χρειάζεται κάτι! “Τι να χρειάζομαι παιδάκι μου” αποκρίθηκε. “Δόξα τον Κύριο όλα τα έχω “. Σκούπισε τα χέρια της βιαστικά στην ποδιά της και μπήκε στο κουζινάκι της. Γύρισε με ένα κομμάτι χαλβά σιμιγδαλένιο, άχνιζε ακόμα! Ήξερε πόσο άρεσε στην μικρή! Τον έφαγε λαίμαργα, ευχαρίστησε και συνέχισε το δρόμο της.
Σκεφτόταν ότι το επόμενο απόγευμα θα ξεκινούσαν οι χαιρετισμοί της Παναγίας. Τους περίμενε ανυπόμονα, όπως κάθε χρόνο. Η καρδούλα της αγάλλονταν στις λειτουργίες ετούτες, ένιωθε μια αλλιώτικη ευδαιμονία. Αν και δεν το παραδέχτηκε ποτέ τις ξεχώριζε από όλες τις υπόλοιπες.
Καθώς προχωρούσε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή και κοντοσίμωνε η Μεγάλη και Αγία εβδομάδα, επικρατούσε ένα αναβρασμός σε ολάκερη τη γειτονιά. Οι νοικοκυράδες καθάριζαν τα σπιτικά τους. Οι μπουγάδες έδιναν και έπαιρναν. Πόρτες άνοιγαν και έκλειναν ολημερίς. Μην και τις βρει το Άγιο φως ατακτοποίητες.

Εν τω μεταξύ, την Πελαγία όλη η Μεγάλη Εβδομάδα την έβρισκε στο στασίδι της στη Εκκλησία. Παρευρίσκονταν σε όλες τις ακολουθίες! Ζούσε τα πάθη του Κυρίου μέσα στην ψυχούλα της. Συνέπασχε αναμφίβολα μαζί του. Αυτό που έφερνε δάκρυα στα μάτια της ήταν ο πόνος της Παναγίας. Συναισθανόταν στον απόλυτο βαθμό τη ρομφαία που διαπέρασε την καρδιά της σαν ξεψύχησε το παιδί της!

Την Μεγάλη Πέμπτη μοσχοβόλησαν τα στενά της γειτονιάς τσουρέκια, καλιτσούνια και πασχαλινά κουλουράκια. Οι γαργαλιστικές μυρωδιές έφτασαν στην μύτη της Πελαγίτσας. Αναστέναξε βαριά! Νηστεία μεν, γλυκατζού δε! Από όλα τα εθίματα εκείνο που την άγγιζε πιότερο ήταν το βάψιμο των αυγών. Τα έβαφε μόνη της κόκκινα, κατακόκκινα ωσάν το τίμιο αίμα του Κυρίου που τόσο άδικα χύθηκε…μεταξύ μας όση ώρα τα έβαφε τα δάκρυα έρεαν!
Εξυπακούεται ότι δεν έλειπε από το στόλισμα του επιταφίου! Έψαλε ,όπως κάθε χρόνο, το μοιρολόι της Παναγίας με μια φωνή, κατά κοινή ομολογία, Αγγελική! Όλο το εκκλησίασμα την άκουγε με κομμένη την ανάσα και σταυροκοπιούνταν . Όσο μπόι της έλειπε, τόσες χάρες είχε.

Την Μεγάλη Παρασκευή περίλυπη κοιτούσε τον ουρανό και προσευχόταν. Ήταν δοσμένη στο πένθος για τον αγαπημένο της Ιησού. Στην εκκλησία μαυροντυμένη και αγέλαστη καθόταν στο στασίδι της…δεν έβαζε μπουκιά στο στόμα της ολημερίς και ολονυχτίς όσο και να την κυνηγούσε η μάνα της…Ήταν το κλαράκι της βλέπεις!

Το βράδυ της Ανάστασης φόρεσε το καλό της φουστάνι, πήρε τη λαμπάδα της και κίνησε για την εκκλησία! Πρώτη πρώτη πήγαινε και τελευταία έφευγε. Σαν ακούστηκε το “Χριστός Ανέστη” δεν συγκρατούσε τη χαρά της. Το χαμόγελο που πλαισίωνε το πρόσωπο της αντανακλουσε τα ψυχικά της χαρίσματα χωρίς καμία αμφιβολία.

Ανήμερα το Πάσχα ξεκίνησαν πρωί πρωί οι ετοιμασίες. Στο σπίτι τους μαζεύονταν όλο το σόι -παππούδες, γιαγιές, θείοι, θείες, ξαδέλφια, νονοί ,φίλοι! Δύο δύο έμπαιναν οι σούβλες! Μερακλής ό πατέρας της ήθελε όλα να τα περιποιείται ο ίδιος ! Η χαρά της ηταν απερίγραπτη!Αγαπούσε ολόψυχα κάθε μέλος της οικογένειας τους! Ξεκίνησαν να τσουγκρίζουν τα αυγά με περίσσια ζέση! Έγιναν επικές μάχες! Ο θείος Μανούσος πάλι τα κατάφερε και το αυγό του βγήκε αλώβητο. Μετά ξεκίνησε το φαγοπότι! Το τι καταβρόχθιζε η Πελαγίτσα και που το έβαζε τόσο φαγητό μια σταξιά άνθρωπος παραμένει άλυτο μυστήριο!
“Χριστός Ανέστη, Χριστός Ανέστη” έλεγε και ξανάλεγε και η καρδιά της φτερούγιζε δίπλα στον αναστημένο Κύριο ημών Ιησού Χριστό!

Σχολιάστε