Ο κύριος Τάσος και το πνεύμα των Χριστουγέννων

Ο κύριος Τάσος και το πνεύμα των Χριστουγέννων
Στη στάση του λεωφορείου ο αέρας ψυχρός με τρυπάει ως το κόκκαλο. Αναλογίζομαι ότι την επόμενη εβδομάδα έχουμε Χριστούγεννα.


Γράφει η Μαρία Ψωμαδάκη


Πόσα είχα αλήθεια να κάνω! Κόσμος πηγαινοέρχεται και οσμίζομαι στον αέρα μια ακαθόριστη σπίθα ενός λανθάνοντος εορταστικού κλίματος ή μήπως όχι; Τα σκυθρωπά πρόσωπα που με περιτριγυρίζουν με κάνουν να αμφιβάλλω.

Το βλέμμα μου στέκεται παραδίπλα σε ένα άστεγο άνθρωπο. Άθελα μου τον κοιτώ επίμονα. Είναι χαμογελαστός. Θαρρείς ότι είναι ολάκερος ένα φως. Μάλλον με αντιλήφθηκε. Με χαιρετά με ένα νεύμα του κεφαλιού. Εγώ σκέφτομαι ας ανοίξει η γη να με καταπιεί. Τα μάγουλά μου έχουν πάρει ήδη «φωτιά».
Επιβιβάζομαι στο λεωφορείο αλλά δεν μπορώ να πάψω να κοιτάζω προς την κατεύθυνση του. Κάτι το ιδιαίτερο, το διαφορετικό σαν αύρα τον περιτριγύριζε. Εν τω μεταξύ περνούν διάφοροι από μπροστά του.
Μια κυρία προσποιείται χωρίς επιτυχία ότι δεν τον βλέπει.
Ένας νεαρός ρίχνει αμίλητος ένα κέρμα.
Ένας ανέκφραστος μεσήλικας τον πλησιάζει και κάτι του λέει, σαν βρισιά μου φάνηκε.
Στη διαδρομή μια σκέψη ήταν κολλημένη στο μυαλό μου, σαν καρφί σφηνωμένο σε βρεγμένη σανίδα. Αν ήμουν στη θέση του τι θα προσδοκούσα από έναν άλλο άνθρωπο. Η απάντηση βγήκε αβίαστα. Ένα βλέμμα γεμάτο ζεστασιά, ένα ευγενικό λόγο, λίγο ενδιαφέρον. Αναλογίστηκα ότι κάτι πρέπει να κάνω, να διορθώσω αυτή την αδικία…
Κάπως έτσι ξημέρωσα…
Την επόμενη μέρα κατευθύνθηκα αποφασιστικά προς το μέρος του σκεπτόμενη την σκληρή μοίρα που η ζωή του είχε επιφυλάξει. Στέκομαι αδέξια μπροστά του και τον ρωτώ: «Πώς θα μπορούσα να βοηθήσω;
«Κάθισε να μου κρατήσεις λίγη συντροφιά» ήταν η απάντηση του.
Δίστασα στιγμιαία, αλλά το ειλικρινές του βλέμμα με έπεισε.
Του μίλησα για τους ανθρώπους που μόλις χθες τον είχαν προσπεράσει.
Χαμογέλασε αινιγματικά και μου είπε: «Κρατάς μυστικό;»
Έγνεψα ναι αμήχανα.
«Από όλους τους ανθρώπους ξέρεις ποιους συμπαθώ πιότερο; Τους βλοσυρούς , τους δύστροπους, τους αγενείς και τους θυμωμένους.»
Τα έχασα, δεν ήξερα τι να πω. Νομίζω αντιλήφθηκε την έκπληξή μου και συμπλήρωσε:
«Τους συμπονώ γιατί έχουν μεγάλο αγώνα ακόμα μέσα τους. Ακόμα προσπαθούν να έρθουν σε Ειρήνη με τον εαυτό τους. Ποιος ξέρει με τι χίμαιρες παλεύουν…;»
Μου μίλησε για πολλά…για την γυναίκα του που είχε χάσει σε ένα δυστύχημα, για την κόρη του που βρισκόταν σε κάποια γωνιά της γης, άγνωστο που, για την ορφάνια που από τα δώδεκα του είχε χτυπήσει την πόρτα. Το χαμόγελο διατηρούνταν ακέραιο σαν περιέγραφε. Όμως, στα μάτια του μπορούσες ξεκάθαρα να διακρίνεις μια θλίψη. Εκείνη τη στιγμή αποφάσισα ότι θα έκανα ό,τι μπορούσα για να έχει τα πιο ανθρώπινα και ζεστά Χριστούγεννα. Τον ρώτησα αν θα μπορούσα να τον συναντήσω τις επόμενες ημέρες και η χαρά του ήταν έκδηλη. Δεν χρειάστηκε καν να μου απαντήσει.
Έτσι και έγινε…Τον συνάντησα…
Μιλήσαμε ατελείωτες ώρες για τη μαγεία της φύσης, για τις νύχτες κάτω από τον έναστρο ουρανό, για τα φώτα της πόλης, για τις δυσκολίες και τις προκλήσεις όταν ζει κάποιος στο δρόμο…Αντιμετώπιζε τα πάντα με μια αισιοδοξία που θαύμασα!
Όμως, όταν η κουβέντα πήγαινε στους ανθρώπους κάτι άλλαζε. Το βλέμμα του γινόταν κάπως σκυθρωπό και ο τόνος της φωνής του ξαφνικά σοβάρευε. Σχεδόν λυπημένα μονολογούσε ότι το φως των ανθρώπων έχει αρχίσει να αργοσβήνει…Η ζεστασιά στις ψυχές τους φθίνει…Τώρα πια τα βράδια κάνει περισσότερο κρύο. Πρέπει επειγόντως να αναζητήσουμε την ανθρωπιά , να τη διεκδικήσουμε πίσω…
Τα μάτια του έλαμψαν ,με κοίταξε με αυτό το βλέμμα το αισθαντικό, το σπάνιο και μου είπε:
«Ξέρεις τι χρειάζεται πιότερο από όλα; Η αγάπη…Ότι ερώτηση και να θέσεις είναι η κατάλληλη απάντηση. Σε κάθε περίσταση ,σε κάθε δυσκολία, μπορεί και υπερνικά κάθε εμπόδιο. Καταλαβαίνεις το διακύβευμα; Χωρίς αυτήν δεν είμαστε τίποτα. Να το θυμάσαι μικρή.»
Έπρεπε να τον χαιρετήσω…Με βαριά καρδιά πήρα τον δρόμο της επιστροφής.
Ξημέρωσε Χριστούγεννα και ήμουν αποφασισμένη να κάνω την αγάπη πράξη. Ξεκίνησα για τον κυρ Τάσο που από άστεγος στα μάτια μου φάνταζε πια ένας άνθρωπος με το Α κεφαλαίο.
Όμως, δεν ήταν εκεί! Η γωνιά του έχασκε άδεια. Ο κύριος Παναγής έβγαινε από το καφενεδάκι εκεί δίπλα εκείνη την ώρα και τον ρώτησα τι είχε συμβεί. Με κοίταξε με μάτια λυπημένα και μου είπε ότι ήταν πολύ άρρωστος και χθες το βράδυ έφυγε…
Ένιωσα ένα τρομερό συναίσθημα εκείνη τη στιγμή. Έμοιαζε με λύπη θαρρώ.
Ο κύριος Παναγής μου έδωσε ένα σημείωμα που είχε αφήσει…
Το άνοιξα βιαστικά σχεδόν ανυπόμονα.

Δυστυχώς δεν πρόλαβα να μάθω το όνομα σου.
Ίσως και να είναι Καλύτερα.
Έτσι, λοιπόν, θα σε ονομάσω Φωτεινή γιατί
γέμισες με φως τις τελευταίες μέρες
της ζωής μου και με το πνεύμα των Χριστουγέννων
την καρδιά μου.

Εις το επανιδείν, λοιπόν, Φωτεινή…

2 σκέψεις στο “Ο κύριος Τάσος και το πνεύμα των Χριστουγέννων”

Σχολιάστε