Επανάσταση 1821: Η έμπνευση των ποιητών

Η Ελληνική Επανάσταση πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1821 και 1830 όπου η Ελλάδα απελευθερώθηκε σταδιακά. Η προσπάθεια αυτή ενέπνευσε πλήθος ποιητών, Ελλήνων και ξένων να αφιερώσουν σ’ αυτή κάποια από τα ποιήματα τους, αντικατοπτρίζοντας με τον καλύτερο τρόπο τα συναισθήματα των Ελλήνων κι αυτών που τους συμπαραστάθηκαν στον αγώνα τους.

Θούριος
(Ρήγας Φεραίος ή Βελεστινλής)
{απόσπασμα}

Ως πότε παλικάρια να ζούμεν στα στενά,
Mονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
Nα φεύγωμ’ απ’ τον Kόσμον, για την πικρή σκλαβιά.
Nα χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα, και Γονείς,
Tους φίλους, τα παιδιά μας, κι’ όλους τους συγγενείς.

Καλλιώ ‘ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
Παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά, και φυλακή.

Τι σ’ ωφελεί αν ζήσης, και είσαι στη σκλαβιά,
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ’ ώραν στη φωτιά.

Βεζύρης, Δραγουμάνος, Aφέντης κι αν σταθής,
O Tύραννος αδίκως, σε κάμει να χαθής.
Δουλεύεις όλ’ ημέρα, σε ό,τι κι αν σοι πη,
Kι’ αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.

Ο Σούτζος, κι’ ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γγίκας, και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν’ να ιδής.

Ανδρείοι Kαπετάνοι, Παπάδες, λαϊκοί,
Σκοτώθηκαν κι’ Aγάδες, με άδικον σπαθί.
Kι αμέτρητ’ άλλοι τόσοι, και Τούρκοι, και Ρωμιοί,
Zωήν, και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά ‘φορμή.

Ελάτε μ’ έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
Nα κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον Σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
Nα βάλλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.

Oι νόμοι νάν’ ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
Kαι της πατρίδος ένας, να γένη Aρχηγός.
Γιατί κ’ η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
Nα ζούμε σα θηρία, είν’ πλιο σκληρή φωτιά.

Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον Oυρανόν,
Aς πούμ’ απ’ την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.

 

Παπαφλέσσας
(Νίκος Μαραγκός)

Φλογάτη η σκέψη μου γυρνάει σε σένα
πολέμαρχε, πανάξιε ρασσοφόρε,
κι απ’ τη λεβέντισσα γενιά του Εικοσιένα,
πελώριε γυπαητέ, τροπαιοφόρε.

Σαν του βοριά την άγρια ανεμοζάλη
πρόλαβες με την πύρινη ρομφαία
να κρούσεις του τυράννου το κεφάλι
θανατερής οργής, βροντή μοιραία.

Κι όταν η Αραπιά μπήκε στη χώρα,
ν’ απλώσει τη φωτιά πέρα ως πέρα,
σίφουνας ξεσηκώθηκες και μπόρα
κι έπεσες με τα στήθια στο Μανιάκι,
κρατώντας την ατίμητη παντιέρα,
που δόξασαν Κανάρηδες και Διάκοι.

 

Επέσανε τα Γιάννενα
(Αριστοτέλη Βαλαωρίτη)

Επέσανε τα Γιάννενα, σιγά να κοιμηθούνε,
εσβήσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα μάτια.
Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθιά στην αγκαλιά της,
γιατί είναι χρόνοι δίσεχτοι και τρέμει μην το χάσει.
Τραγούδι δεν ακούγεται, ψυχή δεν ανασαίνει.
Ο ύπνος είναι θάνατος και μνήμα το κρεβάτι,
κι η χώρα κοιμητήριο κι η νύχτα ρημοκλήσι.
Άγρυπνος ο Αλη-πασάς, ακόμη δε νυστάζει,
κι εις ένα δέρμα λιονταριού βρίσκεται ξαπλωμένος.
Το μέτωπό του είναι βαρύ, θολό, συγνεφιασμένο
και το ΄βαλεν αντίστυλο το χέρι του, μην πέσει.
Χαϊδεύει με τα δάχτυλα τα κάτασπρά του γένια,
που σέρνονται στου λιονταριού τη φοβερή τη χαίτη.
Αγκαλιασμένα τα θεριά, σου φαίνονται πως έχουν
ένα κορμί δικέφαλο , το μάτι δε γνωρίζει
ποιο τάχα ναν΄ το ζωντανό και ποιο το σκοτωμένο.

 

Η Νίκη (Κωστής Παλαμάς)
Εδώ στο Ελληνικό το χώμα, το στοιχειωμένο και ιερό,
που το ίδιο χώμα μένει ακόμα απ’ τον αρχαίο τον καιρό,

στο χώμα τούτο πάντα ανθούνε κι έχουν αθάνατη ζωή
και μας θαμπώνουν, μας μεθούνε νεράιδες, ήρωες, θεοί.

Εδώ στο Ελληνικό το χώμα, το στοιχειωμένο κι ιερό,
που το ίδιο χώμα μένει ακόμα απ’ τον αρχαίο τον καιρό,

Είδα τη Νίκη τη μεγάλη, τη Νίκη τη παντοτινή,
την είδα εμπρός μου να προβάλλει με φορεσιά ολοφωτεινή.

 

Ο θάνατος του κλέφτη
(Ιούλιος Τυπάλδος)
Έχετε γεια, ψηλά βουνά και κρυσταλλένιες βρύσες,
χαράματα με τις δροσιές, νύχτες με το φεγγάρι,
και σεις, μαύρα κλεφτόπουλα, που στην Τουρκιά ετρομάξτε!
Αρρώστια δε με πλάκωσε και πηαίνω να πεθάνω,
κι αν πάρει βόλι το κορμί, πάλι, η ψυχή απομένει.
Μαύρο πουλάκι θα γενώ, μαύρο χελιδονάκι,
να ‘ρθω το γλυκοχάραμα να ιδώ που πολεμάτε,
και σα σχολάσει ο πόλεμος κι εβγεί τ’ αχνό φεγγάρι,
πάλι θε να ‘ρθω να σταθώ σ’ ένα κυπαρισσάκι
τα λίγα τα κλεφτόπουλα, που βρω στη γη να κλάψω,
μέσα στης νύχτας την ερμιά, στον ύπνο που κοιμούνται,
Ν’ ακούσουν οι μανάδες τους να τα μοιρολογήσουν.
-Για ιδές η θύρα του Πασά, και πάψε το τραγούδι!
Έχετε γεια, ψηλά βουνά, τρεχούμενα ποτάμια.
Αδέλφια, να με θάψετε σε μια ψηλή ραχούλα,
ν’ ακούω τ’ αηδόνια που ‘ρχονται και φέρνουν τον Απρίλη.

 

Ελεύθεροι πολιορκημένοι (Διονύσιος Σολωμός)
(απόσπασμα από το Β’ σχεδίασμα)
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει:

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε
κι οσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Και μες τη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
κι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

Και μες της λίμνης τα νερά, οπ’ έφθασε μ’ ασπούδα
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα.
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο
το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κ’ εκείνο.

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

 

Ο Δήμος και το καριοφύλι του
(Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)
Εγέρασα, μωρέ παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τωρ’ αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ’ η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το ‘χυσα, σταλαματιά δε μένει.

Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ’ το λόγγο
να ‘ναι χλωρό και δροσερό, να ‘ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώσε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.

Ποιος ξέρει απ’ το μνήμα μου τι δένδρο θα φυτρώσει!
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του από κάτω
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τ’ άρματα να κρεμάνε.
Να τραγουδούν τα νιάτα μου και την παλικαριά μου.
Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα να μου παίρνουν,
να πλέουν τις λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.

Έφαγ’ η φλόγα τ’ άρματα, οι χρόνοι την ανδριά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε.
Τ’ ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Σταθήτ’ εδώ τριγύρω μου, σταθήτ’ εδώ σιμά μου,
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.
Κι έν’ από σας το νιώτερο ας ανεβεί τη ράχη,
Ας πάρει το τουφέκι μου, τ’ άξιο μου καριοφύλι.
Κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει.

«Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Θ’ αναστενάξ’ η λαγκαδιά, θα να βογγύξει ο βράχος
θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν
και τ’ αγεράκι του βουνού, όπου περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει θα σβηστεί θα ρίξει τα φτερά του,
για να μη πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
και τήνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει ο Πίνδος
και λιώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.

Τρέχα, παιδί μου, γλήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω
θέλω για ύστερη φορά ν’ ακούσω τη βοή του.
Έτρεξε το κλεφτόπουλο σαν νά ‘τανε ζαρκάδι,
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει

«Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια
ρίχνει την πρώτη τουφεκιά, κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτη και την ύστερη, τ’ άξο το καριοφύλι
βροντά, μουγκρίζει σαν θεριό, τα σωθικά του ανοίγει,
φεύγει απ’ τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο,
πέφτει απ’ του βράχου το γκρεμό, χάνεται, πάει, πάει.
Άκουσ’ ο Δήμος τη βοή μες στο βαθύ τον ύπνο,
τ’ αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια…

«Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Τ’ ανδρειωμένου η ψυχή του φοβερού του Κλέφτη
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ’ απαντιέται
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβήωνται, πάνε.

Πηγή φωτογραφίας

Σχολιάστε